ἀδιάβλητος — not listening to calumny masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάβλητος — η, ο (Α ἀδιάβλητος, ον) 1. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν συκοφαντήθηκε 2. που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβάλλει, απρόσβλητος από συκοφαντίες, ακατηγόρητος ανεπίληπτος αρχ. αυτός που δεν δίνει προσοχή στις συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + … Dictionary of Greek
ἀδιαβλήτως — ἀδιάβλητος not listening to calumny adverbial ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάβλητον — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem acc sg ἀδιάβλητος not listening to calumny neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαβλήτοις — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαβλήτου — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαβλήτους — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαβλήτων — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαβλήτῳ — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάβλητα — ἀδιάβλητος not listening to calumny neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)